ἑκτόν

ἑκτόν
ἑκτός
qualities
masc acc sg
ἑκτός
qualities
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἕκτον — ἕκτος sixth masc acc sg ἕκτος sixth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КОРНУТ ЛУЦИЙ АННЕЙ —     КОРНУТ ЛУЦИЙ АННЕЙ (Cornutus L. Annaeus, греч. Κορνοῦτος) из Лен тиса в Ливии (10/20 80/90 н. э.), философ стоик, учитель философии в Риме ок. 50 68 (среди его учеников поэты Лукан и Персии), в 68 был изгнан из Рима в числе прочих философов… …   Античная философия

  • AS — mensoribus olim pes: Arithmeticis unitas: in re nummaria cum unciis suis ad imitationem Graecorum λίτρας καὶ χαλκῶν formatus est; qui partes eius non nisi numeris exprimunt. Sic unciam seu duodecimam partem δωδέκκτον, sextantem ἕκτον, quadrautem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ημίεκτον — ἡμίεκτον και ἡμιέκτεων και ἡμιεκτέον και ἡμιέκτειον, το (Α) 1. μισός εκτεύς* 2. αγγείο που περιέχει μισόν εκτέα 3. φρ. «ἡμίεκτον χρυσοῡ» οκτώ οβολοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εκτον (< εκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. αμφί εκτον] …   Dictionary of Greek

  • τριημίεκτον — τὸ, Α ένας και μισός εκτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + εκτον (< ἑκτεύς «έκτο μέρος τού μεδίμνου»), πρβλ. ἀμφί εκτον] …   Dictionary of Greek

  • Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα …   Википедия

  • ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… …   Dictionary of Greek

  • δη — δή (Α) (μόριο) 1. χρον. σ αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» πέρασαν ήδη εννιά χρόνια δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ ἦμαρ» αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα ε. «τόδε δή» αυτή τη στιγμή ακριβώς) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ՎԵՑԵՐԻՐ — ( ) NBH 2 0818 Chronological Sequence: 6c մ. ՎԵՑԵՐԻՐ գրի եւ ՎԵՑԻՐ. Տ. ՎԵՑԵՐՈՐԴ. ἔκτον septimum, mo. *Նախ ... երկիր ... երիր. չորիր. հինգերիր. վեցերիր. Թր. քեր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՎԵՑԵՐՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 2 0818 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա.մ. ἔκτος sextus. Վերջինն վեցեակ թուոց. ... *Օր վեցերորդ: Յաւուրն վեցերորդ: Զվեցերորդ մասն դորակի միոյ. եւ այլն: *Նախ ... երկրորդ ... վեցերորդ. Երզն. քեր.: գ. Իսկ գ. το ἔκτον .… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”